- γαλακτούχο
- sütlü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κεφίρ — το (τροφ. τεχνολ.) αεριούχο ποτό κίτρινου χρώματος, όξινο και ελαφρά αλκοολούχο ή γαλακτούχο προϊόν σε κρεμώδη κατάσταση τα οποία προέρχονται από την περιοχή τού Καυκάσου και παρασκευάζονται από γάλα αγελάδας, κατσίκας, προβάτου ή καμήλας με… … Dictionary of Greek
μανιότη — (Manihot). Γένος φυτών της οικογένειας των ευφορβιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει 100 περίπου είδη. Πρόκειται για μονοετείς θάμνους με κονδυλώδεις ρίζες που περιέχουν μεγάλη ποσότητα αμύλου και βλαστό που περιέχει γαλακτώδη χυμό. Τα… … Dictionary of Greek
μορεΐδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά. Οι… … Dictionary of Greek